αλγίνη

αλγίνη
ή αλγινάτη, η Χημ.
κολλοειδής οργανική ουσία που παράγεται από φύκια τής θάλασσας ορισμένων περιοχών και είναι δυνατό να κλωστοποιηθεί. Αποτελείται κυρίως από τα αλγινικά άλατα τού νατρίου και τού μαγνησίου. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή διαφόρων αλγινικών αλάτων και ως πήκτωμα στην τυποβαφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. πρβλ. αγγλ. algin < λατ. alga «φύκι» + κατάλ. -in (πρβλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλγινάση — η (Βιοχημ.) ένζυμο που περιέχεται στον εντερικό σωλήνα μερικών φυτοφάγων μαλακίων και που υδρολύει την αλγίνη*. Απομονώθηκε από υδατικό εκχύλισμα τού εντέρου τού γαστερόποδου Αλιώτις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”